- πολύπου
- πολύποςmasc gen sgπολύπους 1many-footedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσομιλώ — έω ΜΑ [ὁμιλῶ] μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω μσν. εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.) 2. συνομιλώ με κάποιον,… … Dictionary of Greek